όσιος

όσιος
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την οποία αθωώθηκε ο Μέγας Αθανάσιος. Αγωνίστηκε κατά του αρειανισμού και συνηγόρησε υπέρ του γάμου των κληρικών. Καταδιώχτηκε επί Κωνσταντίνου και πέθανε στην εξορία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Αυγούστου.
* * *
-α, -ο θηλ. και -ία (ΑΜ ὅσιος, -ία, -ον, Α θηλ. και ὅσιος και ιων. τ. θηλ. ὁσίη)
1. ο σύμφωνος με τον θείο νόμο, ο καθιερωμένος από τον θείο νόμο («τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅσια», Πολ.)
2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στον θεό, ευσεβής, ενάρετος («καὶ Ζεὺς... οἰκοφύλαξ ὁσίων ἀνδρῶν», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο όσιος, η οσία
ασκητής που έζησε σύμφωνα με τη διδασκαλία τού Χριστού και έχει καθαγιαστεί από την Εκκλησία («τών οσίων τα πνεύματα ως αργυρέα ομίχλη τα υψηλά αναβαίνει», Κάλβ.)
νεοελλ.
1. (το αρσ.) τίτλος επισκόπων
2. φρ. «δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο» — δεν σέβεται τίποτε, είναι κακοήθης
αρχ.
1. αυτός που έχει τεθεί σύμφωνα με το άγραφο, το φυσικό δίκαιο, σε αντιδιαστολή πρός τον δίκαιο, τον σύμφωνο με τους ανθρώπινους νόμους
2. αυτός που επιτρέπεται, που συγχωρείται ή αυτός που δεν απαγορεύεται από τον θείο νόμο αλλά βρίσκεται έξω από τον ιερό κύκλο, σε αντιδιαστολή προς τον ιερό («τῶν ἱερῶν μὲν χρημάτων τοὺς θεούς, τῶν ὁσίων δὲ τὴν πόλιν ἀποστερεῑ», Ισοκρ.)
3. αναμάρτητος, αγνός («ἐξ ὁσίων στομάτων», Εμπ.)
4. (σπαν. για θεό) άγιος, πανάγαθος
5. (το αρσ. προσωνυμία καθενός από τους πέντε ιερείς τών Δελφών οι οποίοι είχαν ιδιαίτερα καθήκοντα
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁσία, ιων. τ. ὁσίη
α) ο θείος νόμος και το άγραφο, το φυσικό δίκαιο («οὐδ' ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν», Ομ. Οδ.)
β) τελετές προς τον θεό, προσφορές, θυσίες
γ) ευσέβεια, ευλάβεια
δ) οι τελευταίες τιμές που προσφέρονται στον νεκρό («τὴν ὁσίαν ἀποπληροῡν», Ιάμβλ.)
ε) (σε προσωποποίηση) Όσια
η Δικαιοσύνη
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὅσιον
η ευσέβεια
8. φρ. α) «ἐκ πάσης ὁσίης» — εντελώς κατά τό θείο δίκαιο
β) «ὁσίη γίγνεται» — τελείται η λατρεία και αποδίδονται οι τιμές
γ) «ὁσίας ἕκατι» ή «ὁσίας ἕνεκα» — από θρησκευτική συνήθεια
δ) «ὅσιόν τι δρῶ θεούς» — εκπληρώνω καθήκον από αυτά που οφείλουν οι άνθρωποι στους θεούς
ε) «ὅσιον (ή ὅσια) ἐστί» — από κανέναν νόμο δεν απαγορεύεται, είναι νόμιμο
στ) «οὐχ ὅσιον ποιοῡμαι» — θεωρώ κάτι άνομο, ασεβές.
επίρρ...
οσίως και όσια (ΑΜ ὁσίως, Α και ὅσια)
σύμφωνα με τον θείο νόμο, με όσιο τρόπο
αρχ.
σύμφωνα με το άγραφο δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθ. ὅσιος χαρακτηρίζει τα ανθρώπινα πράγματα σε σχέση με τους θεούς και τα όσα αυτοί επιβάλλουν στους ανθρώπους. Η ακριβής σημ. τού επιθ. μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητή με την αντιδιαστολή του προς τα επίθ. δίκαιος και ἱερός. Το επίθ. ὅσιος αναφέρεται στους κανόνες που έχουν ορίσει οι θεοί για την ανθρώπινη κοινωνία, δηλ. στους θείους νόμους. Επομένως, η λ. έχει έντονα θρησκευτικό περιεχόμενο, δηλώνει τον σύμφωνο προς τον θείο νόμο, τη θέληση τών θεών, και διαφέρει από τη λ. δίκαιος, που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπινους νόμους, τους κανόνες που έχουν ορίσει οι ίδιοι οι άνθρωποι για την κοινωνία τους. Το ὅσιος δηλώνει επίσης όσα επιτρέπουν οι θεοί στους ανθρώπους, δηλ. εκείνα που ανήκουν σε έναν χώρο μη ιερό. Με αυτή τη σημ. το επίθ. ὅσιος αντιδιαστέλλεται προς το ἱερός, το οποίο περιλαμβάνει αυτά που αρμόζουν, ανήκουν και επιτρέπονται μόνο στους θεούς. Ως χαρακτηρισμός ανθρώπου η λ. έχει τη σημ. «ευσεβής, ενάρετος, αγνός» με εντονότερα ηθική χροιά από το εὐσεβής, που περιορίζεται στον σεβασμό προς τους θεούς και τους θεσμούς. Στη χριστιανική εποχή η λ. έλαβε τη σημ. «άγιος».
ΠΑΡ. οσιότης(-τητα)
αρχ.
οσιώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οσιομάκαρ, οσιουργός
μσν.
οσιόφρων μσν.-νεοελλ. οσιομάρτυς(-ρας). (Β' συνθετικό) ανόσιος, πανόσιος
αρχ.
αφόσιος, καθόσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὅσιος — hallowed masc nom sg ὅσιος hallowed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσιος — α, ο 1. ο σύμφωνος με το θείο νόμο, ο θείος: Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. 2. ο αφιερωμένος στο θεό, ο ασκητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κανίδης ο όσιος — (4ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που καταγόταν από την Καππαδοκία. Ασκήτεψε σε μια ορεινή σπηλιά στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Ιουνίου …   Dictionary of Greek

  • ὁσιώτερον — ὅσιος hallowed adverbial comp ὅσιος hallowed masc acc comp sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc comp sg ὅσιος hallowed masc acc comp sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc comp sg ὅσιος hallowed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτάτω — ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc superl dual ὅσιος hallowed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc superl dual ὅσιος hallowed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτάτων — ὅσιος hallowed fem gen superl pl ὅσιος hallowed masc/neut gen superl pl ὅσιος hallowed fem gen superl pl ὅσιος hallowed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτέρων — ὅσιος hallowed fem gen comp pl ὅσιος hallowed masc/neut gen comp pl ὅσιος hallowed fem gen comp pl ὅσιος hallowed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιώτατα — ὅσιος hallowed adverbial superl ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl pl ὅσιος hallowed adverbial superl ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιώτατον — ὅσιος hallowed masc acc superl sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl sg ὅσιος hallowed masc acc superl sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”